home edit page issue tracker

This page pertains to UD version 2.

advcl: adverbial clause modifier

An adverbial clause modifier is a clause which modifies a verb or other predicate (adjective, etc.), as a modifier not as a core complement. This includes things such as a temporal, consequence, purpose, conditional clauses, etc. The dependent must be clausal (or else it is an advmod) and the antecedent is the main predicate of the clause.

Το ατύχημα συνέβη καθώς έπεφτε η νύχτα
advcl(συνέβη, έπεφτε)
το συνηθίσαμε τόσο πολύ ώστε δεν αντιλαμβανόμαστε
advcl(συνηθίσαμε, αντιλαμβανόμαστε)
χάρηκε τόσο πολύ που ξανάνιωσε
advcl(χάρηκε, ξανάνιωσε)
ήρθε για να μείνει
advcl(ήρθε, μείνει)
αυξήθηκαν προκειμένου να στηριχθεί το ρούβλι
advcl(αυξήθηκαν, στηριχθεί)
να χορηγηθεί αμέσως ώστε να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα
advcl(χορηγηθεί, αντιμετωπιστεί)
Αν δεν βρεθούν οι 180, θα πάμε σε εκλογές
advcl(πάμε, βρεθούν)
δεν αλλάζει γιατί θα διέλυε το σύστημα
advcl(αλλάζει, διέλυε)
η μετοχή της υποχωρεί μολονότι ανακοίνωσε κέρδη
advcl(υποχωρεί, ανακοίνωσε)
τον ακούς ακόμα κι αν διαφωνείς μαζί του
advcl(ακούς, διαφωνείς)

This relation is also used for optional adverbial predicatives like

έφυγε θυμωμένος
advcl(έφυγε, θυμωμένος)
στέκεται αμίλητος
advcl(στέκεται, αμίλητος)

που may introduce ascriptive relative clauses with a clause as antecedent (rather than a nominal): Πρέπει να κοιμήθηκα ένα δεκάωρο περίπου, που για μένα είναι το απόλυτο θαύμα. “It is likely that I slept for about 10 hours — which is an absolute miracle in my case.” Here, the clause introduced by που depends with the relation advcl:relcl on the clause headed by κοιμήθηκα “slept”.


advcl in other languages: [bej] [bg] [bm] [cop] [cs] [de] [el] [en] [es] [et] [eu] [fi] [fr] [fro] [ga] [gn] [gsw] [gub] [hy] [it] [ja] [ka] [kk] [ky] [ml] [no] [pcm] [pt] [qpm] [ro] [ru] [sl] [sv] [swl] [tpn] [tr] [u] [urj] [uz] [yue] [zh]